ταρσίτιδα

ταρσίτιδα
η, Ν
ιατρ. φλεγμονή τού ταρσού τών βλεφάρων, η οποία συνοδεύεται συνήθως από βλεφαρίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tarsitis < ταρσός + κατάλ. -ῖτις /-ίτιδα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”